29 Ιαν 2008

ΛΟΟΥΝ ΡΕΙΝΤΖΕΡ

Ραδιοφωνικός ήρωας με θητεία στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τα κόμικς. Δημιουργήθηκε το 1933 από τον δικηγόρο και παραγωγό Τζορτζ Τρεντλ (1884-1972) και τον συγγραφέα Φραν Στράικερ (1903-1962).

Σύμφωνα με τους δημιουργούς του, ο Τζον Ριντ, ήταν ο μοναδικός επιζών μιάς ομάδας εκπροσώπων του νόμου, η οποία κυνηγούσε τον κακό Μπατς Κάβεντις στο παλιό Γουέστ και προδώθηκε εκ των έσω. Τον ανακάλυψε βαρειά τραυματισμένο ο Ινδιάνος Τόντο. Τον πήρε στην σπηλιά τους, του έγιανε τα τραύματα και οι δυό άνδρες έγιναν στενοί φίλοι.

Μόλις ανέλαβε τις δυνάμεις του, ο μασκοφόρος πλέον Τζον Ριντ με το ψευδώνυμο Λόουν Ρέιντζερ (Lone Ranger= Μοναχικός Αστυνόμος), έβαλε σκοπό της ζωής του να ξεκαθαρίσει το Τέξας από τους κακούς σε οποιαδήποτε πλευρά του νόμου και αν ανήκαν. Ετσι άνοιξε μέτωπα και με τους διαφθαρμένους αστυνομικούς και με τους παρανόμους. Στην σταυροφορία του αυτή είχε ως βοηθό του τον Ινδιάνο Τόντο και την πολύτιμη συνεισφορά του πιστού του αλόγου, Σίλβερ. Η πιο διάσημη ατάκα της σειράς είναι η κραυγή του Λόουν Ρέιντζερ «Hi-yo Silver, away!», όταν ζητά από το άλογό του να καλπάσει.

Ο μοναχικός τιμωρός του Τέξας (ο αρχετυπικός αμερικανός ήρωας) είναι άσσος στις μεταμφιέσεις και ποτέ δεν σκοτώνει τον αντίπαλό του. Δεν πίνει και δεν καπνίζει. Αλλωστε οι σκηνές του ήρωα σε σαλούν παραπέμπουν περισσότερο καφενείο, αφού απουσιάζει παντελώς ο μπάρμαν και το αλκοόλ.

Οι επιρροές των δύο δημιουργών του Λόουν Ρέϊντζερ προέρχονται από την παραλογοτεχνία του γουέστερν, αλλά και από το σημαντικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ «The Leatherstocking Tales». Οι λαϊκοί μύθοι του Ρομπέν των Δασών και ο χαρακτήρας του Ζορό συνεισέφεραν στο πλάσιμο του Λόουν Ρέιντζερ.

Ο Λόουν Ρέιντζερ ακούστηκε για πρώτη φορά στις 30 Ιανουαρίου 1933 στον ραδιοφωνικό σταθμό WXYZ του Ντιτρόιτ και μετά την επιτυχία του από δίκτυα ραδιοφωνικών σταθμών σε παναμερικανική κλίμακα. Συνολικά 2.956 επεισόδια με τις περιπέτειές του μεταδόθηκαν από τα ερτζιανά, μέχρι το φινάλε της σειράς στις 3ης Σεπτεμβρίου 1954. Το μουσικό θέμα του Λόουν Ρέιντζερ είναι το τελευταίο μέρος από την εισαγωγή της όπερας του Τζοακίνο Ροσίνι «Γουλιέλμος Τέλος», που έγινε οικείο στον μέσο αμερικανό, χάρη στην σειρά.

Νωρίτερα είχε μεταφερθεί στην μικρή οθόνη με πρωταγωνιστή τον Κλέιτον Μουρ και τον Τζον Χαρτ. Η τηλεοπτική του ζωή του κράτησε οκτώ χρόνια (1949-1957) και τον έκανε γνωστό έξω από τα αμερικανικά σύνορα . Η σειρά προβλήθηκε και στην χώρα μας από το ΕΙΡΤ στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Μιά απόπειρα του CBS να ξαναπαρουσιάσει τον ήρωα σε νέες περιπέτειες το 1961 παρέμεινε στο στάδιο του «πιλότου».

Από τότε ο Λόουν Ρέιντζερ περιέπεσε σε αφάνεια και οι διάφορες απόπειρες που έγιναν για να επανέλθει στο προσκήνιο δεν είχαν ευτυχή κατάληξη. Το 1981 η ταινία «Η επιστροφή του Λόουν Ρέιντζερ» , που γυρίσθηκε με μεγάλες φιλοδοξίες ,είχε μικρή ανταπόκριση στο ταμείο.

27 Ιαν 2008

ΤΑΡΖΑΝ

Μυθιστορηματικός ήρωας που γεννήθηκε από τη πέννα του αμερικανού συγγραφέα Εντγκαρ Λι Μπάροους (1875- 1950). Εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1912 στο τεύχος Οκτωβρίου του περιοδικού All Story, αλλά έγινε παγκοσμίως γνωστός από την κινηματογράφο και τον ολυμπιονίκη της κολύμβησης Τζόνι Βαϊσμίλερ, που τον ενσάρκωσε στην μεγάλη οθόνη.

Σύμφωνα με τον Μπάροους, ο Ταρζάν ήταν γιός του βρεττανού λόρδου και της λαίδης Γκρέιστοκ, που αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές σε ένα ταξίδι τους στην Δυτική Αφρική. Οι γονείς του πέθαναν, όταν ήταν μωρό και την ανατροφή του ανέλαβαν οι Μανγκάνι, μια φυλή γοριλλών. Του έδωσαν το όνομα Ταρζάν, που στη γλώσσα τους σημαίνει λευκός άνθρωπος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζον Κλέιτον, λόρδος του Γκρέϊστοκ.

Ως νεαρός ο Ταρζάν γνώρισε την Τζέιν Πόρτερ και την οικογένειά της, που είχαν μια ανάλογη περιπέτεια με αυτή των γονιών του. Η καρδιά του σκίρτησε για την νεαρή αμερικανίδα και όταν αυτή επέστρεψε στην πατρίδα της, ο Ταρζάν άφησε την ζούγκλα για να αναζητήσει την πρώτη και μοναδική του αγάπη. Παντρεύτηκαν και έζησαν για ένα διάστημα στην Αγγλία ,όπου γεννήθηκε και ο μοναχογιός τους Κόρακ. Ο Ταρζάν απογοητευμένος από την υποκρισία του πολιτισμένου κόσμου αναζήτησε το νόημα της ζωής, επιστρέφοντας με την οικογένειά του στην ζούγκλα.

Ο Μπάρους προίκισε τον ήρωά του με ασυνήθιστες ικανότητες για ένα κανονικό άνθρωπο. Ο Ταρζάν μπορούσε να σκαρφαλώνει και να στέκεται στα δέντρα, όπως ένας πίθηκος. Με αισθήσεις εξαιρετικές, μπορούσε να μυρίσει τις τροφές από απόσταση ενός μιλίου και να ακούσει και τον παραμικρότερο ήχο από τα δύο μίλια. Η δύναμη του, η ταχύτητα του, τα αντανακλαστικά του και οι κολυμβητικές του ικανότητες ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές του μέσου ανθρώπου.

Αντιμετώπιζε με επιτυχία γορίλες, ρινόκερους, κροκόδειλους, δεινόσαυρους και άλλα μεγάλα ζώα, ενώ λύγιζε με επιτυχία σίδερα και σήκωνε μεγάλα μεγάλα φορτία με το ένα χέρι. Γνώριζε πολύ καλά την γλώσσα του σώματος και η συνεννόηση με τα ζώα ήταν παιγνιδάκι γι’ αυτόν. Μπορούσε να γιάνει μόνος τις πληγές του, που άλλους ανθρώπους θα τους είχαν στείλει στον τάφο. Τελικά έγινε αθάνατος, χάρη στο ματζούνι που του έδωσε ένας μάγος.

Ο Μπάροους έπλασε ένα σχεδόν αψεγάδιαστο ήρωα. Ο Ταρζάν εμφανισιακά ήταν αθλητικός, ψηλός, όμορφος ,ηλιοκαμμένος, με γκρι μάτια. Συναισθηματικά ήταν θαραλλέος, σταθερός και πιστός στην σύντροφό του. Διακρινόταν για την εξυπνάδα και το ηθικό του υπόβαθρο, ενώ σε κάθε περίσταση ήταν προστάτης των αδυνάτων.

Η φιλοσοφία του μονοδιάστατη: επιστροφή στην φύση. Φορούσε ένα απλό ρούχο από δέρμα πεθαμένου ζώου, που κάλυπτε μόνο τα γεννητικά του όργανα και ήταν ζωσμένος μ’ ένα μαχαίρι. Του αρκούσε ένα κλαδί δένδρου για να κοιμηθεί, ενώ έτρωγε ωμό κρέας από ζώα που σκότωνε ο ίδιος. Αν και ήταν ικανός να ζήσει σε μία πολιτισμένη κοινωνία αυτός προτιμούσε να «αφαιρεί το ισχνό επίχρισμα του πολιτισμού», όπως έγραφε ο Μπάροους.

Ο Ταρζάν, όλα αυτά τα χρόνια, είναι ένας από τους δημοφιλέστερους λογοτεχνικούς ήρωες. Εκτός από τις δεκάδες ιστορίες που έγραψε ο Μπάροους και μετά τον θάνατό του άλλοι συγγραφείς με την άδεια του ιδρύματος Μπάροους, ο Ταρζάν έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο, το θέατρο, την τηλεόραση, τα κόμικς, ενώ έχει παρουσιαστεί σε βιντεοπαιγνίδια και βιού-μάστερ. Η κριτική αποδοχή δεν συμβάδισε με την μεγάλη του επιτυχία. Οι κριτικοί δεν συγχώρησαν στον Ταρζάν ότι προερχόταν από τον χώρο της «φτηνής λογοτεχνίας» (pulp fiction), της λεγόμενης και παραλογοτεχνίας. Συν τοις άλλοις, ο συγγραφέας του κατηγορήθηκε ότι αναπαρήγαγε στα πρώτα του βιβλία σεξιστικά και ρατσιστικά στερεότυπα για τις γυναίκες και τους μαύρους. Μόνο όταν ο Μπάροους μετακινήθηκε στο Χόλιγουντ έγινε πιο φιλελεύθερος και στα τελευταία βιβλία του Ταρζάν σατίρισε τον σεξισμό και τον ρατσισμό.

Στον κινηματογράφο ο Ταρζάν έκανε την εμφάνισή του στις 27 Ιανουαρίου 1918, όταν ο σκηνοθέτης Σκοτ Σίντνεϋ μετέφερε στην μεγάλη οθόνη το πρώτο βιβλίο του Μπάροους «Ο Ταρζάν των πιθήκων» (εκδόσεις «Λιβάνη»), με πρωταγωνιστή τον ΄Ελμο Λίνκολν. Μέχρι σήμερα έχουν γυρισθεί 87 ταινίες ακόμη με ήρωα τον Ταρζάν, που δόξασε και σχεδόν ταυτίστηκε μαζί του ο αμερικανός ολυμπιονίκης της κολύμβησης Τζόνι Βαϊσμίλερ την δεκαετία του τριάντα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

· Ο αρσενικός χιμπαντζής με το όνομα Τσίτα, που συνοδεύει τον Ταρζάν στις κινηματογραφικές του περιπέτειες δεν αναφέρεται σε κανένα βιβλίου του Μπάροους

· Οι ιστορίες του Ταρζάν ήταν απαγορευμένες στην Ναζιστική Γερμανία ως δείγμα εκφυλιστικής τέχνης

· Η πόλη της Καλιφόρνιας, όπου εγκαταστάθηκε ο Μπάροους, ονομάστηκε προς τιμήν του Ταρζάνα.

· Παρότι το κοπυράιτ των πρώτων του βιβλίων έχει λήξει, το όνομα Ταρζάν είναι κατοχυρωμένο ως εμπορικό σήμα

· Ο Ταρζάν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στο Ισραήλ και τις Αραβικές χώρες, σε πειρατικές εκδόσεις γραμμένες από ντόπιους συγγραφείς, τις δεκαετίες πενήντα και εξήντα. Στο Ισραήλ κυνηγούσε ΄Αραβες και στις Αραβικές χώρες Ισραηλινούς.

· Υπήρξε και ο έλληνας Ταρζάν, ο Γκαούρ-Ταρζάν, δημιούργημα του συγγραφέα Νίκου Ρούτσου (1904-1981)

· Ταρζανιά, στην νεοελληνική αργκό σημαίνει ριψοκίνδυνη ενέργεια.

· «Ταρζάν», θρυλική ειδική διαδρομή του Ράλι Ακρόπολις στον Τυμφρηστό. Πήρε το όνομά της από ένα μοναχικό γέροντα της περιοχής, που όλοι τον γνώριζαν ως Ταρζάν και ήταν φίλος των οδηγών.

3 Ιαν 2008

ΜΑΦΑΛΝΤΑ

«Χάρτινη» ηρωίδα, δημιούργημα του διακεκριμένου αργεντίνου κομίστα Κίνο(Quino). Οι ιστορίες της συνδυάζουν το χιούμορ και το κοινωνικό σχόλιο.

Η Μαφάλντα (Ματθίλδη στα ελληνικά) είναι ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, με αντίληψη ενηλίκου. Είναι πολιτικοποιημένη και ανήκει στην αριστερά. Ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, την παγκόσμια ειρήνη και επαναστατεί για όλα τα στραβά που βλέπει γύρω της. Είναι πανεξυπνη, ευγενική, περίεργη και αμετανότητα απαισιόδοξη. Αγαπά την οικογένειά της, αλλά μισεί την σούπα. Λατρεύει τους Μπητλς και θέλει να γίνει διερμηνέας στον ΟΗΕ, όταν μεγαλώσει.

Το περιβάλλον που ζει και κινείται η ηρωίδα το αποτελούν οι γονείς της- -δυό φυσιολογικοί και συνηθισμένοι άνθρωποι- ο αδελφός της Γκίγιε ,που λατρεύει την σούπα και μια ομάδα φίλων τους: ο ονειροπόλος Φελίπε, ο φιλοχρήματος Μανολίτο, η υπολογίστρια Σουζανίτα, ο καλοκάγαθος Μιγκελίτο και η κοντούλα Λιμπερτάδ (Ελευθερία),έμμεσο σχόλιο του Κίνο για την πολιτική κατάσταση στην Αργεντινή την δεκαετία του εξήντα (αυταρχικό καθεστώς Περόν, Χούντα Βιδέλα).

Ο χαρακτήρας της Μαφάλντα πλάστηκε από τον Κίνο το 1962 για τις ανάγκες ενός διαφημιστικού κόμικς. Το όνομα της το δανείστηκε από ένα διήγημα του συμπατριώτη του συγγραφέα, Νταβίντ Βίνιας («Dar la Cara», 1962). Το σχέδιο, όμως, ναυάγησε.

Δύο χρόνια αργότερα ο Κίνο ξαναθυμήθηκε την Μαφάλντα και την μετέτρεψε σε ηρωίδα ενός κόμικς, που άρχισε να δημοσιεύεται από τις 29 Σεπτεμβρίου 1964 στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Primera Plan» του φίλου του εκδότη Χουλιάν Ντελγάδο. Η σειρά άλλαξε πολλές φορές εκδοτικό μέσο και ολοκλήρωσε τον κύκλο της το 1973.

Στο διάστημα αυτό η ανθρωπότητα βίωσε την κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου (Πόλεμος του Βιετνάμ κλπ), ενώ η επιστροφή του Περόν στην εξουσία και η Χούντα του στρατηγού Βιδέλα σηματοδότησαν τις εξελίξεις στην Αργεντινή. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν άφησε ανεπηρέαστη την Μαφάλντα.

Μετά το 1973, η Μαφάλντα εμφανίσθηκε κάποιες φορές σε ιστορίες του Κίνο, κυρίως γιά την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τρία χρόνια αργότερα πόζαρε σε αφίσα της UNICEF, για την Συνθήκη των Δικαιωμάτων του Παιδιού.

Η Μαφάλντα πέρασε και στην κινούμενη εικόνα, παρά την αντίδραση του δημιουργού της. Το 1972 ο Αργεντίνος σκηνοθέτης Ντάριο Μάγιο και το 1993 κουβανός συνάδελφός του Χουάν Παδρόν μετέφεραν τις ιστορίες της στην μικρή οθόνη. Το 1982 η Μαφάλντα έκανε την κινηματογραφική της εμφάνιση στην ταινία, που σκηνοθέτησε ο αργεντίνος Κάρλος Μάρκες.

Η Μαφάλντα υπήρξε και είναι ακόμη δημοφιλής στην Ευρώπη και την Λατινική Αμερική. Στην Βόρεια Αμερική δεν γνώρισε ανάλογη επιτυχία, επειδή εκεί βασίλευε ο Τσάρλι Μπράουν των Peanuts, ένα ήρωας με ομοιότητες, αλλά χωρίς το πολιτικό υπόβαθρο της Μαφάλντα. Στα ελληνικά οι ιστορίες της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μέδουσα».